κομπίνα

κομπίνα
η
1. συμφεροντολογικός συνδυασμός, κόλπο που γίνεται με σκοπό το συμφέρον ή το κέρδος
2. τα σχέδια που καταστρώνονται γι' αυτόν τον σκοπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. combine, συντετμημένος τ. τού combinaison «συνδυασμός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κομπίνα — η (λ. γαλλ.) 1. αρμονικός ή συμφεροντολογικός συνδυασμός. 2. καταστρωμένα σχέδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεριζοαλωνιστικός — και θεραλωνιστικός, ή, ό (γεωπ. τεχνολ.) φρ. «θεριζοαλωνιστική μηχανή» ή «θεραλωνιστική μηχανή» σύνθετη γεωργική μηχανή που θερίζει και αλωνίζει τα σιτηρά, «κομπίνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + αλωνιστικός (< αλωνιστής < αλωνίζω). Απόδοση στην… …   Dictionary of Greek

  • κλακαδόρος — ο εγκάθετος και συνήθως πληρωμένος θεατής που παίρνει μέρος στην κλάκα, μέλος τής κλάκας, αλλ. κλακέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάκα + κατάλ. δόρος (< βεν. dore, πρβλ. κομπινα δόρος, τσιλια δόρος] …   Dictionary of Greek

  • κομπιναδόρικος — η, ο [κομπιναδόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κομπίνα ή στον κομπιναδόρο …   Dictionary of Greek

  • κομπιναδόρος — ο, θηλ. α αυτός που κάνει κομπίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομπίνα + δόρος (< βεν. dore), πρβλ. ταβλα δόρος, τρακα δόρος] …   Dictionary of Greek

  • μιζαδόρος — ο, θηλ. μιζαδόρα αυτός που παίρνει μίζες, μερίδια κέρδους, από ύποπτες επιχειρήσεις ή εκδουλεύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίζα + κατάλ. δόρος (πρβλ. κομπινα δόρος, τζογα δόρος)] …   Dictionary of Greek

  • μπαλαμούτι — το 1. απάτη σε χαρτοπαικτικό παιχνίδι 2. (κατ επέκτ.) δόλος, τέχνασμα, κομπίνα 3. ερωτικές χειρονομίες και θωπείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. palamut] …   Dictionary of Greek

  • Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… …   Dictionary of Greek

  • κομπιναδόρικος — η, ο που ανήκει ή αναφέρεται στην κομπίνα ή τον κομπιναδόρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”